Ο Aaron Beck έχει παγκοσμίως αναγνωριστεί ως ο πατέρας της Γνωσιακής Συμπεριφοριστικής Θεραπείας και είναι «ένας από τους πέντε πιο σημαντικούς ψυχοθεραπευτές όλων των εποχών» σύμφωνα με το ακαδημαϊκό περιοδικό της Αμερικανικής Ψυχολογικής Εταιρίας. Τη δεκαετία του 1950 ήταν ψυχίατρος και ενώ εργαζόταν στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια και εκπαιδευόταν στην ψυχανάλυση, έκανε κάποιες παρατηρήσεις που τελικά οδήγησαν στη δημιουργία της ΓΣΘ. Οι παρατηρήσεις αυτές περιγράφονται στο βιβλίο του “Cognitive therapy for depression” του 1979 και το παρακάτω κείμενο βασίζεται στον πρόλογο του βιβλίου.
Σύμφωνα με τη θεωρία της ψυχανάλυσης οι καταθλιπτικοί ασθενείς, έχοντας έναν θυμό που δεν μπορούν ή δεν τους επιτρέπεται να εξωτερικεύσουν, τον στρέφουν τελικά στον εαυτό τους, αναπτύσσοντας «μια ανάγκη να υποφέρουν». Ο Beck αρχικά πίστευε αυτήν την άποψη και αυτό που προσπάθησε να κάνει ήταν να την αποδείξει με εμπειρικά και ερευνητικά δεδομένα. Στην πορεία όμως, διαπίστωσε ότι ορισμένα από τα ευρήματά του ήταν αντίθετα με τη θεωρία. Διάφοροι πειραματικοί χειρισμοί έδειξαν ότι οι καταθλιπτικοί ασθενείς, συγκριτικά με τους μη καταθλιπτικούς, ήταν πιο πιθανό να προσπαθήσουν να αποφύγουν συμπεριφορές που οδηγούσαν στην αρνητική κριτική και την απόρριψη και να επιδιώξουν συμπεριφορές που είχαν ως σκοπό να κερδίσουν την αποδοχή. Φαινόταν λοιπόν, ότι οι ασθενείς αυτοί λειτουργούσαν με έναν τρόπο αντίθετο στην ανάγκη τους να υποφέρουν και αντί να επιδιώκουν να τιμωρήσουν τον εαυτό τους, προσπαθούσαν να κερδίσουν θετική κριτική και αναγνώριση. Λαμβάνοντας υπόψη τα ευρήματα αυτά και παρατηρώντας ταυτόχρονα μαθητές και συναδέλφους του που αν και βρίσκονταν στον έκτο ή τον έβδομο χρόνο της ψυχανάλυσής τους δεν παρουσίαζαν σημαντική πρόοδο στα συναισθήματα και τις συμπεριφορές τους, ο Beck άρχισε να αμφισβητεί την ψυχαναλυτική θεωρία.
Η συμπεριφορά των καταθλιπτικών ασθενών περιλαμβάνει τη σκληρή αυτοκριτική, τη νοηματοδότηση φαινομενικά ευχάριστων εμπειριών με έναν αρνητικό τρόπο και την απόλυτα αυτοκαταστροφική πράξη της αυτοκτονίας. Αν αυτή η συμπεριφορά δεν μπορεί να εξηγηθεί στα πλαίσια μιας αυτοτιμωρητικής ανάγκης του ατόμου να υποφέρει, πώς μπορεί να εξηγηθεί; Χρησιμοποιώντας τα δεδομένα που είχε από την έρευνα και την κλινική πρακτική του, ο Beck άρχισε να σχηματίζει μια διαφορετική θεωρητική προσέγγιση του θέματος. Αρχικά, επιστρέφοντας στις παρατηρήσεις του για τα «μαζοχιστικά» όνειρα των ασθενών του και προσπαθώντας να τα αναλύσει με έναν εναλλακτικό τρόπο, σκέφτηκε ότι όλα περιελάμβαναν έναν διαταραγμένο τρόπο σκέψης, μια «αλλοιωμένη θέαση της πραγματικότητας». Οι ονειρευόμενοι έβλεπαν τον εαυτό τους να πασχίζουν ανεπιτυχώς να πετύχουν κάποιον σημαντικό στόχο, να χάνουν ένα αντικείμενο μεγάλης αξίας, να είναι βαριά άρρωστοι, άσχημοι ή προβληματικοί. Αυτές οι ονειρικές εικόνες των ασθενών έμοιαζαν με τον τρόπο με τον οποίο μιλούσαν για τον εαυτό τους στις συνεδρίες. Ήταν νοητικές κατασκευές που παραποιούσαν την πραγματικότητα.
Περισσότερη έρευνα και παρατήρηση έδειξε ότι οι καταθλιπτικοί ασθενείς διατηρούσαν κάποια σταθερά πρότυπα αντίληψης της πραγματικότητας, σύμφωνα με τα οποία οι εμπειρίες τους ερμηνεύονταν συστηματικά με έναν αρνητικό τρόπο. Οι καταθλιπτικοί ασθενείς είχαν μια άκαμπτη και σφαιρικά αρνητική εικόνα για τον εαυτό τους, τον κόσμο και το μέλλον. Καθώς φαινόταν ότι αυτές οι αρνητικές γνωστικές παραποιήσεις έπαιζαν αποφασιστικό ρόλο στη δημιουργία και τη διατήρηση της κατάθλιψης, ο Beck επιχείρησε να μειώσει τα συμπτώματα της νόσου αναπτύσσοντας τεχνικές που είχαν ως στόχο να διορθώσουν τις νοητικές διαστρεβλώσεις, χρησιμοποιώντας τη λογική και αναζητώντας αποδείξεις για τις όποιες αρνητικές εκτιμήσεις. Απώτερος σκοπός ήταν να αποκατασταθεί ένας αντικειμενικός μηχανισμός επεξεργασίας των εισερχόμενων πληροφοριών.
Μελέτες που ακολούθησαν διεύρυναν την κατανόηση για τον τρόπο με τον οποίο ο καταθλιπτικός ασθενής αξιολογεί τις επιδόσεις του και κάνει προβλέψεις για μελλοντικές επιδόσεις και έδειξαν ότι, κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, μια σειρά επιτυχιών στην επίτευξη συγκεκριμένων και διαβαθμισμένης δυσκολίας στόχων μπορεί να έχει ένα εξαιρετικά θετικό αποτέλεσμα στο να αντιστρέψει την αρνητική αυτοαξιολόγηση και να ελαττώσει την καταθλιπτική συμπτωματολογία. Το σκεπτικό αυτό οδήγησε στη διαμόρφωση μιας ψυχοθεραπευτικής προσέγγισης που μέσα από βιωματικά πειράματα βοηθούσε τον ασθενή να εξακριβώσει την ορθότητα ή μη των συνήθως αυθαίρετα αρνητικών εκτιμήσεών του. Αυτή η συνεργατική διαδικασία ελέγχου των υποθέσεων σε συνθήκες πραγματικής ζωής αποκρυσταλλώθηκε με τον όρο «συνεργατικός εμπειρισμός», που αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της Γνωσιακής Συμπεριφοριστικής Θεραπείας.
Αντιμετωπίζοντας τις καθημερινές εμπειρίες του ασθενή ως ένα πεδίο ελέγχου των πεποιθήσεών του για τον εαυτό του, η ψυχοθεραπευτική διαδικασία διευρύνθηκε πέρα από τις ψυχοθεραπευτικές συνεδρίες, καθώς ο ασθενής σε μια διαδικασία αυτοπαρατήρησης και αυτορρύθμισης αναλάμβανε να χρησιμοποιεί τις περισσότερες εμπειρίες του ως ένα μέσο επαλήθευσης ή απόρριψης των πεποιθήσεών του. Η συμπεριφορική θεραπεία και παράδοση, με τη μεθοδολογία της και την έμφαση σε συγκεκριμένους και μετρήσιμους στόχους, συνέβαλε σημαντικά στη διαμόρφωση αυτής της νέας θεωρητικής προσέγγισης, της γνωσιακής θεραπείας, σε τέτοιο βαθμό ώστε τελικά να επικρατήσει ο όρος «γνωσιακή συμπεριφοριστική θεραπεία».