Βασική αρχή της γνωσιακής ψυχοθεραπείας είναι ότι τα περισσότερα ψυχικά προβλήματα είναι αποτέλεσμα πυρηνικών πεποιθήσεων του ατόμου, που ενώ μπορεί να μην βασίζονται στη λογική, αποτελούν βασικές αρχές βάση των οποίων το άτομο λειτουργεί και αντιλαμβάνεται και κρίνει τις πράξεις των άλλων και τις δικές του. Κατά την ψυχοθεραπευτική διαδικασία οι πεποιθήσεις αυτές παρατηρούνται, ο τρόπος που αυτές συνδέονται με τα προβλήματα του θεραπευόμενου αναδεικνύεται και τελικά μέσα από διάλογο αμφισβητούνται. Η αμφισβήτηση αυτή προκαλεί την σταδιακή αποδυνάμωση των πεποιθήσεων και του ρόλου που αυτές παίζουν στη ζωή του ατόμου και τελικά τα συσχετιζόμενα με αυτές προβλήματα γίνονται πιο εύκολα αντιμετωπίσιμα ή και λύνονται.
Επειδή στο δυτικό κόσμο όλοι μας μεγαλώνουμε σε ένα κοινωνικό πλαίσιο το οποίο προτάσσει συγκεκριμένα πρότυπα, που συχνά δεν προωθούν την ψυχική ολοκλήρωση του ανθρώπου αλλά την επικράτηση του υπάρχοντος κοινωνικού, πολιτικού και οικονομικού status quo, επηρεαζόμαστε περισσότερο ή λιγότερο από αυτά ως προς τις απόψεις και τις πεποιθήσεις μας. Τεράστιο ρόλο παίζει η παιδεία που θα πάρουμε από τους γονείς μας, οι οποίοι όμως επίσης είναι επηρεασμένοι από τα ίδια πρότυπα και έτσι πολλές φορές και οι ίδιοι τα υιοθετούν και άρα δεν μας προστατεύουν από όσα από αυτά μπορεί να είναι νοσηρά, αυτοτιμωρητικά και εσφαλμένα. Για αυτούς τους λόγους οι δυσλειτουργικές πεποιθήσεις πολλών από τους ανθρώπους που κάνουν ψυχοθεραπεία μπορεί να είναι παρόμοιες. Κάποιες από αυτές, αλλά και ο τρόπος που αντικρούονται με λογικά επιχειρήματα, αναφέρονται παρακάτω.
Δεν πρέπει να νιώθουμε αρνητικά συναισθήματα, όπως θυμό ή θλίψη.
Αυτό δεν έχει καμία λογική, αφού τα συναισθήματα είναι αποτέλεσμα της πολύχρονης και σταδιακής εξέλιξης του εγκεφάλου των θηλαστικών και των ανθρώπων και του γεγονότος ότι ήταν χρήσιμα για την επιβίωσή μας. Είναι αυτόματες διεργασίες που συμβαίνουν στον εγκέφαλό μας, ο οποίος σε συγκεκριμένα ερεθίσματα έχει μάθει να εκκρίνει συγκεκριμένες ορμόνες που μας κάνουν να νιώθουμε συγκεκριμένα συναισθήματα. Άρα μια διεργασία η οποία είναι αυτόματη και για την οποία δεν φέρουμε καμία ευθύνη δεν έχει νόημα να λέμε ότι είναι καλή ή κακή. Συμβαίνει ούτως ή άλλως. Αυτό που έχει νόημα να κρίνουμε είναι το πώς συμπεριφερόμαστε όταν βιώνουμε κάποιο συναίσθημα, αν για παράδειγμα όταν νιώθουμε θυμό ασκούμε βία ή προσπαθούμε να εκφραστούμε πολιτισμένα.
Για να είμαι καλός άνθρωπος δεν πρέπει να στεναχωρώ τους άλλους.
Άνθρωποι που στις ηθικές τους αρχές έχουν τοποθετήσει ψηλά την καλοσύνη συχνά κάνουν αυτό το λογικό σφάλμα. Η στεναχώρια δεν είναι καλή ή κακή και εξαρτάται κατά περίπτωση. Αν στεναχωρήσουμε το παιδί μας επειδή δεν του επιτρέπουμε να κάνει κάτι πολύ επικίνδυνο, καλά κάνουμε. Αν στεναχωρήσουμε τον σύντροφό μας που θέλει να είναι πολυγαμικός ενώ αυτό νιώθουμε ότι είναι κάτι που μας προσβάλει, πάλι καλά κάνουμε. Αν στεναχωρήσουμε τον γονιό μας που επιθυμεί να επιλέξουμε μια πανεπιστημιακή σχολή που εμείς δεν επιθυμούμε να σπουδάσουμε, επίσης καλά κάνουμε. Ο «καλός» άνθρωπος είναι αυτός που δεν αδικεί τους άλλους, όχι αυτός που δεν τους στεναχωρεί. Και αν επιτρέπουμε στους άλλους να μας αδικούν, τους δίνουμε το μήνυμα ότι μπορούν να συνεχίσουν να το κάνουν και με την ανοχή μας στην αδικία τους το λιθαράκι που αφήνουμε στην κοινωνία είναι τελικά αρνητικό.
Το να σκέφτονται αρνητικά για εμένα μειώνει την αξία μου.
Είναι μια πεποίθηση που μπορεί να γεμίζει το άτομο με ένα διαρκές και καθημερινό άγχος για το τι θα σκεφτεί και θα πει ο περίγυρός του. Δεν είναι όμως λογική, αφού «η αξία μας», το πόσο κατέχουμε ή όχι μια δεξιότητα ή το ποια είναι κάποια ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά μας ή το πόσο ικανοί είμαστε σε συγκεκριμένες δραστηριότητες δεν αλλάζει από τη γνώμη των άλλων. Έχω έναν βαθμό συναισθηματικής νοημοσύνης, έναν βαθμό μαθηματικής σκέψης, έναν βαθμό ευχέρειας στο να γνωρίζω καινούριους ανθρώπους, συγκεκριμένες ιστορικές γνώσεις, συγκεκριμένα χαρακτηριστικά στο πρόσωπό μου και συγκεκριμένες για κάποιο θέμα απόψεις. Το τι πιστεύει οποιοσδήποτε για οτιδήποτε από τα παραπάνω δεν τα αλλάζει. Είτε μου πουν μπράβο είτε με κατακρίνουν για την ποσότητα των γνώσεων μου στη χημεία, αυτές παραμένουν ακριβώς οι ίδιες.
Για να είμαι υπεύθυνος και προσεκτικός πρέπει να ελέγχω κάθε πιθανότητα κάτι να πάει στραβά ή να συμβεί κάτι επικίνδυνο για την υγεία μου.
Η ζωή έχει κινδύνους και οι πιθανότητες να συμβεί κάτι ιδιαίτερα δυσάρεστο ή επικίνδυνο πάντα υπάρχουν. Ο καθένας και η καθεμία μας όμως αναγκαστικά επιλέγουμε με ποια από αυτά τα ενδεχόμενα αξίζει να ασχοληθούμε. Γιατί εκτός του ότι είναι αδύνατο να προβλέψουμε και να αποφύγουμε όλους τους πιθανούς κινδύνους, όσο περισσότερο εμμένουμε στο να ελέγχουμε όλες τις πιθανότητες, τόσο περισσότερη ανησυχία βιώνουμε και τόσο λιγότερο ξέγνοιαστα και ήρεμα μας επιτρέπουμε να ζούμε. Υπάρχουν ανεπιθύμητα για εμάς ενδεχόμενα που έχουν, ας πούμε, 1% πιθανότητα να συμβούν, άλλα που έχουν 0,1%, άλλα που έχουν 0,01%, άλλα που έχουν 0,001% και ούτω καθεξής. Για να μην σπαταλήσουμε τελικά τη ζωή μας προσπαθώντας να ελέγξουμε τα πάντα, μάλλον πρέπει να αποφασίσουμε να ασχολούμαστε με πιθανότητες από ένα μέγεθος και πάνω και συνειδητά να αδιαφορούμε για τις υπόλοιπες. Αλλιώς δεν θα έπρεπε να ξαναμπούμε σε αυτοκίνητο μήπως και εμπλακούμε σε αυτοκινητιστικό ατύχημα, να μην περνάμε κάτω από μπαλκόνια μήπως μας πέσει καμιά γλάστρα στο κεφάλι και να μην συνδεθούμε συναισθηματικά με κανέναν άνθρωπο γιατί μπορεί να μας απογοητεύσει.
Το άγχος είναι χρήσιμο.
Αυτή η εσφαλμένη πεποίθηση έχει πάρει διαστάσεις πανδημίας. Πολλοί άνθρωποι θεωρούν ότι το να μην ανησυχούν και να μην αγχώνονται σημαίνει ότι είναι αδιάφοροι, απαθείς και ανίκανοι να αντιμετωπίσουν απαιτητικές καταστάσεις. Όμως άλλο άγχος και άλλο εγρήγορση. Σε οποιαδήποτε απαιτητική κατάσταση βρισκόμαστε το συμπαθητικό νευρικό σύστημα ενεργοποιείται αυτόματα και μας φέρνει σε κατάσταση εγρήγορσης ώστε να ανταπεξέλθουμε σε αυτό που έχουμε να αντιμετωπίσουμε. Το άγχος μας βάζει σε κατάσταση εγρήγορσης χωρίς να απαιτείται να πράξουμε κάτι τη συγκεκριμένη στιγμή. Ανησυχούμε για το πώς θα είναι μια κατάσταση, όταν θα χρειαστεί να την αντιμετωπίσουμε. Και υπάρχει η πεποίθηση ότι αυτό μας προετοιμάζει, ενώ στην πραγματικότητα μας κάνει λιγότερο ικανούς να αντιμετωπίσουμε με επιτυχία τη μελλοντική κατάσταση, αφού η διαρκής ανησυχία έχει ως αποτέλεσμα χειρότερη μνήμη, χειρότερη διάθεση, λιγότερη συγκέντρωση και λιγότερη διαύγεια. Άρα, χωρίς περιττό άγχος, στο βαθμό που συνειδητά μπορούμε να απέχουμε από αυτό, σχεδιάζουμε και πράττουμε τα βέλτιστα, αυτά που θεωρούμε καλύτερα για την περίσταση, και μετά χαλαρώνουμε, επιτρέποντας στο νευρικό μας σύστημα να ξεκουραστεί.
Στην αλλαγή της νοοτροπίας μας και τελικά της συμπεριφοράς μας πρώτο βήμα είναι το να σιγουρευτούμε χωρίς καμία αμφιβολία ότι μια συγκεκριμένη πεποίθηση είναι παράλογη και βλαβερή. Στη συνέχεια, κάθε φορά που γεννιέται αυτόματα στο μυαλό μας μια σχετική με τη συγκεκριμένη πεποίθηση σκέψη μαθαίνουμε να την παρατηρούμε ως μια φυσιολογική λειτουργία του εγκεφάλου μας, ο οποίος δεν σταματάει να παράγει τις σκέψεις που μέχρι τώρα θεωρούσαμε χρήσιμες επειδή αλλάξαμε γνώμη. Παρατηρώντας το φαινόμενο αυτής της αυτόματης ενεργοποίησης των σκέψεων αυτών, αρχίζουμε σταδιακά να μην τις ακούμε, να πράττουμε δηλαδή με τον αντίθετο από αυτόν που μας προτείνουν τρόπο. Η επανάληψη αυτής μας της ανυπακοής είναι αυτή που τελικά μαθαίνει τον εγκέφαλό μας ότι δεν θέλουμε πια να παράγει τις συγκεκριμένες σκέψεις. Με την ανυπακοή μας δηλαδή, αποδυναμώνεται αρχικά η επίδραση αυτών των σκέψεων και στη συνέχεια, σταδιακά, ο εγκέφαλος σταματάει να τις σκέφτεται.
Και αυτή είναι όλη η ουσία της προσωπικής μας εξέλιξης, της αυτογνωσίας μας και της αυτοβελτίωσής μας. Μαθαίνουμε να διαχωρίζουμε τις αυτόματες διεργασίες του εγκεφάλου μας από τη δική μας βούληση και από τη συνειδητή μας σκέψη. Μπορεί η συνειδητότητά μας να προκύπτει επίσης από εγκεφαλικές λειτουργίες, το αποτέλεσμα αυτών όμως είναι τελείως διαφορετικό από τους αυτόματους συνειρμούς μας και τα αυτόματα μοτίβα σκέψης που έχουμε μάθει να σκεφτόμαστε. Ο διαχωρισμός αυτός μας επιτρέπει να αντιλαμβανόμαστε ότι ο εγκέφαλός μας μπορεί να σκέφτεται κάτι με το οποίο εμείς δεν συμφωνούμε και τελικά να τον εκπαιδεύσουμε να σκέφτεται κάτι διαφορετικό. Και τελικά αυτό που είμαστε, το εγώ μας, είναι ακριβώς η συνειδητή μας σκέψη και βούληση. Και αυτό είναι που, νομίζω, μας διαφοροποιεί από το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο.