Στην ιατρική η διάγνωση των ασθενειών και κατ’ επέκταση η ταξινόμησή τους γίνονται βάσει κλινικών και εργαστηριακών ευρημάτων που άπτονται της αιτιολογίας και της παθοφυσιολογίας των συμπτωμάτων του ασθενή. Αντίθετα, στην ψυχιατρική κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν, αφού και η αιτιολογία και ακόμη περισσότερο η παθοφυσιολογία των ψυχικών διαταραχών είναι ασαφείς, κι έτσι η διάγνωση και η ταξινόμηση των ψυχικών διαταραχών βασίζεται στα κλινικά σημεία και συμπτώματα που αναδεικνύει η κλινική εξέταση, δηλαδή τα διάφορα είδη ψυχοπαθολογικών βιωμάτων των ασθενών και τις μορφές έκφρασής τους στην εμφάνιση και τη συμπεριφορά τους. Η επιστημονική αυτή υστέρηση της ψυχιατρικής από την υπόλοιπη ιατρική οφείλεται, τουλάχιστον εν μέρει, στην εξαιρετική συνθετότητα του ανθρώπινου εγκεφάλου ως οργάνου των ψυχικών λειτουργιών και δυσλειτουργιών, καθώς και στο εξίσου σύνθετο και πολύπλοκο δίκτυο αλληλεπιδράσεων του εγκεφάλου τόσο με το υπόλοιπο ανθρώπινο σώμα όσο και κυρίως με το διανθρώπινο και ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον ανατροφής και διαβίωσης του ατόμου.
Μέχρι τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα η διάγνωση και η ταξινόμηση των ψυχικών διαταραχών εδράζονταν σχεδόν αποκλειστικά σε διαισθητικά σχηματισμένα διαγνωστικά πρότυπα που συνδιαμορφώνονταν από ευρύτερες, κατά κανόνα αόριστες και ασαφείς, θεωρητικές παραδοχές περί της υποτιθέμενης αιτιολογίας ή και παθοφυσιολογίας των ψυχικών διαταραχών. Τα εν λόγω διαγνωστικά πρότυπα μεταβάλλονταν ανάλογα με την επιρροή που ασκούσαν τα διάφορα οργανωμένα θεωρητικά ρεύματα στους κόλπους κάθε εθνικής ψυχιατρικής κοινότητας. Έτσι, ο βαθμός διαγνωστικής συμφωνίας μεταξύ διαφορετικών ψυχιάτρων που καλούνταν να διαγνώσουν τους ίδιους ασθενείς ήταν δραματικά χαμηλός. Το εύρημα αυτό έγινε ευρύτερα γνωστό ως πρόβλημα της χαμηλής αξιοπιστίας της ψυχιατρικής διάγνωσης και συνέτεινε στην ευρύτερη κοινωνική αμφισβήτηση της φύσης και του ρόλου της ψυχιατρικής καθώς και στην απαξίωση του έργου των ψυχιάτρων.
Για την επίλυση αυτού του προβλήματος, η Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρία, με την 3η έκδοση του Διαγνωστικού και Στατιστικού Εγχειριδίου Ψυχικών Διαταραχών (DSM-III), υιοθέτησε το 1980 δέσμες ρητών διαγνωστικών κριτηρίων για κάθε επιμέρους κατηγορία ψυχικών διαταραχών. Έκτοτε, το ρητό κριτηριολογικό σύστημα διάγνωσης και ταξινόμησης των ψυχικών διαταραχών, που βασίζεται στις αρχές της περιγραφικής ψυχιατρικής, έτυχε ευρύτερης παγκόσμιας αποδοχής. Η σωστή εκπαίδευση στη χρήση των διαγνωστικών κριτηρίων οδήγησε στην αδιαμφισβήτητη βελτίωση της αξιοπιστίας της ψυχιατρικής διάγνωσης διεθνώς. Επίσης, βελτίωσε σημαντικά τη συγκρισιμότητα των ευρημάτων συναφών ψυχιατρικών ερευνών που διεξάγονται σε διαφορετικές χώρες. Ωστόσο, ελάχιστα συνέβαλε στην επίλυση ενός άλλου ακόμη περισσότερο ακανθώδους προβλήματος, αυτού της εγκυρότητας των επιμέρους διαγνωστικών κατηγοριών ψυχικών διαταραχών και συνακόλουθα του συστήματος ταξινόμησής τους. Η ικανοποιητική επίλυση αυτού του προβλήματος απαιτεί την κατάδειξη εύρωστου βαθμού ομοιότητας των ασθενών κάθε επιμέρους διαγνωστικής κατηγορίας ως προς πλειάδα άλλων δεικτών, όπως οι ειδικοί γενετικοί παράγοντες, οι πρώιμες περιβαλλοντικές αντιξοότητες, τα γνωρίσματα προνοσηρής ιδιοσυγκρασίας και προσωπικότητας, το νευροανατομικό, νευροδιαβιβαστικό και νευροψυχολογικό υπόστρωμα της διαταραχής, η διακριτότητα της συμπτωματολογίας και της κλινικής πορείας της διαταραχής από αυτές άλλων διαταραχών και η απαντητικότητά της σε ειδικές μορφές θεραπευτικής αγωγής.
Σήμερα η ταξινόμηση των ψυχικών διαταραχών της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρίας είναι λίαν διαδεδομένη διεθνώς. Το κείμενο της πλέον πρόσφατης, πέμπτης, αναθεώρησης του γνωστού ως Διαγνωστικού και Στατιστικού Εγχειριδίου Ψυχικών Διαταραχών (DSM-5) δημοσιεύτηκε το 2013. Όλες οι επιμέρους κατηγορίες ψυχικών διαταραχών που ταξινομούνται στο εγχειρίδιο αυτό συνοδεύονται από ρητά και αυστηρά κριτήρια διάγνωσής τους. Τα εν λόγω κριτήρια, αφενός αναπαριστούν τα κεντρικά συμπτώματα του κλινικού συνδρόμου κάθε επιμέρους κατηγορίας ψυχικής διαταραχής και αφετέρου επιτρέπουν τη διαφορική διάγνωσή της από άλλες κατηγορίες ταξινομούμενων ψυχικών διαταραχών με εν μέρει κοινά συμπτώματα. Επιπλέον, επιτάσσουν τη διάγνωση περισσότερων της μιας κατηγοριών ψυχικών διαταραχών εφόσον ικανοποιούνται τα σύστοιχά τους διαγνωστικά κριτήρια. Οι σημαντικότερες διαγνωστικές κατηγορίες του DSM-5 είναι οι εξής:
Αγχώδεις διαταραχές: Έχουν ως κοινά σημεία τον φόβο, το άγχος και τις επιπτώσεις που αυτά έχουν στη συμπεριφορά. Ο όρος φόβος αναφέρεται περισσότερο στη συναισθηματική και σωματική αντίδραση του οργανισμού σε πραγματική ή εκτιμώμενη απειλή, ενώ το άγχος αναφέρεται περισσότερο στην προσμονή μιας μελλοντικής απειλής.
Διαταραχές προσωπικότητας: Σε αυτές παρατηρείται ένα διαρκές, σταθερό και μακράς διάρκειας πρότυπο εσωτερικού βιώματος και συμπεριφοράς που αποκλίνει σημαντικά από τις προσδοκίες του πολιτιστικού πλαισίου του ατόμου, είναι άκαμπτο και διάχυτο σε ένα ευρύ φάσμα προσωπικών και κοινωνικών καταστάσεων και οδηγεί σε σημαντική υποκειμενική ενόχληση ή έκπτωση στους σημαντικούς τομείς λειτουργικότητας.
Διαταραχές σίτισης και πρόσληψης τροφής: Χαρακτηρίζονται από μία διαρκή διατάραξη των συμπεριφορών που έχουν να κάνουν με την τροφή και έχουν ως αποτέλεσμα σημαντική υποβάθμιση της φυσικής υγείας ή της ψυχοκοινωνικής λειτουργικότητας.
Διαταραχές σχετιζόμενες με τραυματικές ή ψυχοπιεστικές καταστάσεις: Περιλαμβάνουν τις καταστάσεις στις οποίες ένα τραυματικό ή ψυχοπιεστικό γεγονός πυροδοτεί συμπτώματα ψυχοπαθολογίας. Παρατηρούνται διαφορετικά κλινικά χαρακτηριστικά από αυτά των αγχωδών διαταραχών, όπως συμπτώματα ανηδονίας, επιθετικότητας και αποσύνδεσης, ώστε τελικά να συγκροτείται μια ανεξάρτητη διαγνωστική κατηγορία.
Διαταραχές του ελέγχου των παρορμήσεων και της διαγωγής: Διαταραχές όπου παραβιάζονται ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα και που αφορούν στον έλεγχο των συναισθημάτων (θυμός, ευερεθιστότητα) και στη συμπεριφορά (φιλονικία, προκλητική συμπεριφορά, κλοπή, πρόκληση πυρκαγιάς).
Διαταραχή σωματικών συμπτωμάτων και συναφείς διαταραχές: Βασικό γνώρισμα αυτής της κατηγορίας είναι η παρουσία διαφόρων συμπτωμάτων στο σώμα, τα οποία προκαλούν σημαντική δυσφορία, βλάβη ή δυσλειτουργία. Τα άτομα με αυτές τις διαταραχές συχνά απευθύνονται σε ιατρούς διαφόρων ειδικοτήτων, αν και τα συμπτώματά τους, ασχέτως του αν έχουν ή όχι κάποια ιατρική εξήγηση, προκαλούν δυσφορία και δυσλειτουργία σε επίπεδο σκέψεων, συναισθημάτων και συμπεριφοράς.
Διπολική και συναφείς διαταραχές: Έχουν κοινά συμπτώματα και κλινικά χαρακτηριστικά και με τις καταθλιπτικές και με τις ψυχωτικές διαταραχές, όμως αποτελούν μια ξεχωριστή διαγνωστική κατηγορία, που από άποψη ταξινόμησης αποτελεί μια «γέφυρα» μεταξύ των δύο άλλων κατηγοριών. Βασικό κλινικό χαρακτηριστικό των διαταραχών είναι τα επεισόδια μανίας ή υπομανίας, τα οποία εναλλάσσονται με επεισόδια κατάθλιψης.
Ιδεοψυχαναγκαστική και συναφείς διαταραχές: Αυτή η διαγνωστική κατηγορία περιλαμβάνει διαταραχές που έχουν ως κοινά χαρακτηριστικά την παρουσία ιδεοληπτικών ενασχολήσεων (που δηλαδή έχουν έναν εμμονικό και ανεπιθύμητο χαρακτήρα) και επαναλαμβανόμενων συμπεριφορών.
Καταθλιπτικές διαταραχές: Οι καταθλιπτικές διαταραχές χαρακτηρίζονται από ένα συναίσθημα λύπης, κενού ή δυσφορίας, το οποίο συνοδεύεται από σωματικές και γνωσιακές αλλαγές που επηρεάζουν αρνητικά την ικανότητα του ατόμου να λειτουργεί φυσιολογικά.
Νευροαναπτυξιακές διαταραχές: Διαταραχές που τυπικά εμφανίζονται νωρίς στην ανάπτυξη του ατόμου, συχνά πριν το παιδί εισέλθει στο σχολείο και χαρακτηρίζονται από αναπτυξιακά ελλείμματα που προκαλούν βλάβες στην προσωπική, κοινωνική, ακαδημαϊκή ή επαγγελματική λειτουργία του ατόμου.
Φάσμα σχιζοφρενικών και άλλων ψυχωτικών διαταραχών: Το φάσμα της σχιζοφρένειας και των άλλων ψυχωτικών διαταραχών ορίζεται από ανωμαλίες σε μία ή περισσότερες από τις εξής πέντε κατηγορίες: παραληρητικές ιδέες, ψευδαισθήσεις, αποδιοργανωμένη σκέψη και ομιλία, αποδιοργανωμένη ψυχοκινητική συμπεριφορά και αρνητικά συμπτώματα, όπως συναισθηματική άμβλυνση, ανηδονία και κοινωνική απόσυρση.
(Παναγιώτης Ουλής, Η ταξινόμηση των ψυχικών διαταραχών)