top of page

Λεξικό ψυχοπαθολογίας


Αβασία: Αδυναμία βάδισης.

Αβουλία: Αδυναμία της θέλησης για ενέργεια και πράξη με συνειδητή προσπάθεια.

Αγνωσία: Αδυναμία αναγνώρισης της ταυτότητας ή της φύσης των αισθητηριακών ερεθισμάτων.

Αγοραφοβία: Ψυχική διαταραχή κατά την οποία υπάρχει φόβος καταστάσεων από όπου η διαφυγή του ατόμου μπορεί να είναι δύσκολη ή η βοήθεια να μην είναι διαθέσιμη, στην περίπτωση που εμφανιστούν συμπτώματα όπως αυτά της κρίσης πανικού ή κρίσεις πανικού ή εκδηλώσεις αναπηρίας.

Άγχος: Ένα διάχυτο, έντονα δυσάρεστο, ακαθόριστο συναίσθημα ανησυχίας, επί απουσίας εξωτερικού φοβογόνου ερεθίσματος, το οποίο συνοδεύεται από μια ποικιλία σωματικών ενοχλημάτων από το αυτόνομο νευρικό σύστημα και προειδοποιεί το άτομο για την αντιμετώπιση μιας μελλοντικής απειλής και το προετοιμάζει.

Άγχος αναμονής: Το άγχος που υποκινεί η νοητική αναπαράσταση επικείμενης έκθεσης σε δυνητικά επικίνδυνες συνθήκες.

Άγχος αποχωρισμού: Ο φόβος μήπως συμβεί κάτι κακό στο άτομο με το οποίο έχει κανείς προσκολληθεί και χάσει τη φροντίδα του.

Άγχος επίδοσης: Το άγχος εν όψει επίφοβης συνθήκης με αμφίρροπη έκβαση.

Άγχος πανικού: Το άγχος που αναδύεται ενόψει ενδεχόμενης επέλευσης νέων κρίσεων πανικού.

Αλεξιθυμία: Δυσκολία έκφρασης των συναισθημάτων με λέξεις, δυσκολία αναγνώρισης και διαχωρισμού των συναισθημάτων από τις σωματικές τους εκδηλώσεις.

Αλλομνησίες: Μνημονικές παραισθήσεις.

Αλλοτριοφαγία: Καταναγκαστική ακατάσχετη επιθυμία του ατόμου να τρώει αντικείμενα που δεν είναι βρώσιμα.

Αμφιθυμία: Ταυτόχρονη βίωση αμοιβαία αντίθετων συναισθημάτων δίχως την επικράτηση ενός μόνου από αυτά.

Αμφιτιμία: Κατάσταση κατά την οποία ο ασθενής ταλαντεύεται συνεχώς μεταξύ δύο εναλλακτικών επιλογών, αδυνατώντας να λάβει κάποια απόφαση ή να ολοκληρώσει κάποια εθελούσια κίνησή του.

Ανακοπές της ομιλίας: Αιφνίδιες, απροσδόκητες διακοπές της αυθόρμητης ομιλίας χωρίς να έχει ολοκληρωθεί η σκέψη.

Ανηδονία: Χρόνια ή παροδική αδυναμία άντλησης ευχαρίστησης από συνήθεις δραστηριότητες που συνιστούν πηγές ευχαρίστησης ή απόλαυσης.

Αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας: Διαταραχή προσωπικότητας κατά την οποία παρατηρείται ένα διάχυτο πρότυπο περιφρόνησης και παραβίασης των δικαιωμάτων των άλλων.

Αποπραγματοποίηση: Βίωση του περίγυρου ως ανοίκειου, απόμακρου ή ομιχλώδους.

Αποπροσωποίηση: Βίωση του σώματος ή μερών του σώματος ως ανησυχητικά ανοίκεια και αυτονομημένα από την ολική ψυχοσωματική υπόστασή τους.

Αποσυνδετικές διαταραχές: Μεταβολές της ταυτότητας, της μνήμης, της συνείδησης ή του ελέγχου της συμπεριφοράς (ψυχογενής αμνησία, ψυχογενής φυγή, διασχιστική διαταραχή ταυτότητας, κ.α.)

Αποφευκτική διαταραχή προσωπικότητας: Διαταραχή προσωπικότητας κατά την οποία παρατηρείται ένα διάχυτο πρότυπο κοινωνικής αναστολής, αισθημάτων ανεπάρκειας και υπερευαισθησίας στην αρνητική κριτική.

Απραξία: Νοητική κινητική διαταραχή η οποία αφορά στην απώλεια ή στην έκπτωση του προγραμματισμού των κινητικών συστημάτων να εκτελέσουν σκόπιμες επιδέξιες κινήσεις.

Απροσωδία: Απώλεια χρωματισμού του προφορικού λόγου με αποτέλεσμα να χάνεται η μουσικότητά του.

Αστασία: Αδυναμία διατήρησης της όρθιας στάσης.

Αυτοκτονικός ιδεασμός: Σκέψεις που αφορούν αυτοκαταστροφική συμπεριφορά με παρουσία ή απουσία πρόθεσης θανάτου, οι οποίες λαμβάνουν μορφή κυμαινόμενη από ακαθόριστες ιδέες θανάτου σε κάποιον μελλοντικό χρόνο έως συγκεκριμένο σχέδιο απόπειρας αυτοκτονίας.

Αφασία: Επίκτητη διαταραχή της γλώσσας προκαλούμενη από εγκεφαλική βλάβη.

Βιώματα άρσης της ιδιωτικότητας: Προϊόντα της σκέψης βιώνονται ως προσιτά στους άλλους.

Βιώματα παθητικότητας – εξωτερικής επίδρασης: Αδυναμία αναγνώρισης βιωμάτων ως ιδίων, απόδοσή τους σε εξωτερικούς άλλους.

Βραδυφημία: Μεγάλη βραδύτητα του ρυθμού εκφοράς και της ταχύτητας ροής του προφορικού λόγου.

Βραχεία ψυχωτική διαταραχή: Παρουσία ενός ή περισσότερων από τα παρακάτω: παραληρητικές ιδέες, ψευδαισθήσεις, αποδιοργανωμένη ομιλία, βαριά αποδιοργανωμένη ή κατατονική συμπεριφορά. Η διάρκεια της διαταραχής είναι μικρότερη από 1 μήνα και στη συνέχεια παρατηρείται πλήρης επάνοδος στο προνοσηρό επίπεδο λειτουργικότητας.

Γενικευμένη αγχώδης διαταραχή: Ψυχική διαταραχή κατά την οποία το άτομο έχει υπερβολικό άγχος και ανησυχία, τις περισσότερες ημέρες, σχετικά με διάφορα γεγονότα ή δραστηριότητες. Επιπλέον παρατηρούνται τρία από τα ακόλουθα συμπτώματα: αίσθημα εγρήγορσης ή υπερέντασης, εύκολη κόπωση, δυσκολία στη συγκέντρωση, ευερεθιστότητα, μυϊκή ένταση και διαταραχές του ύπνου.

Γνωσιακή αμνησία: Απώλεια ή αδυναμία πρόσβασης σε αναμνήσεις γεγονότων και εννοιών που αποτελούν μέρος των αποθεμάτων γνώσης ενός ατόμου.

Δερματοτιλλομανία: Επαναλαμβανόμενο τράβηγμα του δέρματος που έχει σαν αποτέλεσμα πρόκληση βλαβών σε αυτό και επαναλαμβανόμενες προσπάθειες του ατόμου να μειώσει ή να σταματήσει την ενασχόληση με το δέρμα.

Διάσπαση προσοχής: Υπερβολικά μικρή χρονική διάρκεια διατήρησης της προσοχής στην εκάστοτε εστία της.

Διαταραχές αϋπνίας: Ανωμαλίες στην ποσότητα, ποιότητα ή καταλληλότητα του χρόνου έλευσης του ύπνου (αϋπνία αρχικής επέλευσης, ενδιάμεση αϋπνία, αϋπνία πρώιμης αφύπνισης, υπερυπνία, κ.α.)

Διαταραχές διαγωγής και ελέγχου των παρορμήσεων: Διαταραχές όπου παραβιάζονται ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα και που αφορούν στον έλεγχο των συναισθημάτων και της συμπεριφοράς.

Διαταραχές προσωπικότητας: Ψυχικές διαταραχές κατά τις οποίες παρατηρείται ένα διαρκές, άκαμπτο και διάχυτο πρότυπο εσωτερικού βιώματος και συμπεριφοράς που αποκλίνει σημαντικά από τις προσδοκίες του πολιτιστικού πλαισίου του ατόμου και που οδηγεί σε σημαντική υποκειμενική ενόχληση και έκπτωση στους σημαντικούς τομείς λειτουργικότητας.

Διαταραχή άγχους ασθένειας: Ψυχική διαταραχή κατά την οποία παρατηρείται έντονη ενασχόληση με την ιδέα ότι υπάρχει ή πρόκειται να αποκτηθεί σοβαρή ασθένεια. Απουσιάζουν τα σωματικά συμπτώματα ή όταν υπάρχουν είναι συνήθως αναμενόμενες σωματικές αντιδράσεις, παροδικά καλοήθη συμπτώματα ή σωματικές εκδηλώσεις που δεν είναι ενδεικτικές νόσου.

Διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας: Νευροαναπτυξιακή διαταραχή η οποία χαρακτηρίζεται από δυσκολίες στη συγκέντρωση και στον έλεγχο της παρορμητικότητας και από υπερβολική κινητικότητα.

Διαταραχή επεισοδιακής υπερφαγίας: Επαναλαμβανόμενα επεισόδια υπερφαγίας, τα οποία συνδέονται και με 3 ή περισσότερα από τα ακόλουθα: πρόσληψη τροφής πολύ πιο γρήγορα από το σύνηθες, πρόσληψη τροφής μέχρι αισθήματος δυσφορίας από κορεσμό, πρόσληψη μεγάλων ποσοτήτων τροφής όταν δεν υπάρχει σωματικό αίσθημα πείνας, το να τρώει κανείς μόνος του επειδή αισθάνεται ντροπή για το πόσο πολύ τρώει και το να αισθάνεται αηδία για τον εαυτό του και μεγάλη ενοχή μετά.

Διαταραχή μετατροπής: Ψυχική διαταραχή στην οποία ο ασθενής παρουσιάζεται με συμπτώματα που υποδεικνύουν κάποια νευρολογική ή άλλη ιατρική κατάσταση (π.χ. παράλυση, ζαλάδα, τύφλωση, κ.α.) χωρίς όμως να μπορεί δοθεί κάποια νευρολογική ή ιατρική εξήγηση στα συμπτώματα.

Διαταραχή παρασυσσώρευσης: Ψυχική διαταραχή κατά την οποία σημειώνεται εμμένουσα δυσκολία στην απόρριψη ή τον αποχωρισμό από ιδιόκτητα αντικείμενα, ανεξαρτήτως της πραγματικής τους αξίας.

Διαταραχή σωματικών συμπτωμάτων: Ψυχική διαταραχή κατά την οποία υπάρχουν ένα ή περισσότερα σωματικά συμπτώματα που προκαλούν ψυχική ανησυχία ή σημαντική αρνητική επίδραση στην καθημερινή ζωή.

Διαταραχή του αυτιστικού φάσματος: Νευροαναπτυξιακή διαταραχή κατά την οποία παρατηρούνται ελλείμματα στην κοινωνική επικοινωνία και αλληλεπίδραση (σημαντική έκπτωση στη χρήση εξωλεκτικών συμπεριφορών, αποτυχία στην ανάπτυξη σχέσεων με συνομηλίκους, καθυστέρηση ή ολική έλλειψη της ανάπτυξης της γλώσσας, έλλειψη αυθόρμητου υποκριτικού παιχνιδιού) και περιορισμένα, επαναληπτικά και στερεότυπα πρότυπα συμπεριφοράς, ενδιαφερόντων και δραστηριοτήτων (ενασχόληση με ένα ή περισσότερα στερεότυπα και περιορισμένα ενδιαφέροντα με παθολογική ένταση ή εστίαση, άκαμπτη εμμονή σε ειδικές, μη λειτουργικές συνήθειες ή τελετουργίες, στερεότυποι και επαναληπτικοί κινητικοί μανιερισμοί, επίμονη ενασχόληση με τμήματα των αντικειμένων.)

Διπολική διαταραχή: Ψυχική διαταραχή κατά την οποία παρατηρούνται μανιακά, υπομανιακά και μείζονα καταθλιπτικά επεισόδια.

Δυσθυμία: Ψυχική διαταραχή κατά την οποία παρατηρείται καταθλιπτική διάθεση τις περισσότερες ώρες της ημέρας, τις περισσότερες ημέρες για τουλάχιστον 2 έτη. Παράλληλα παρατηρούνται 2 ή περισσότερα από τα ακόλουθα: μειωμένη όρεξη ή υπερφαγία, αϋπνία ή υπερυπνία, μειωμένη ενεργητικότητα ή ευκοπωσία, χαμηλή αυτοεκτίμηση, μειωμένη συγκέντρωση προσοχής ή δυσκολία στη λήψη αποφάσεων, αίσθημα απελπισίας.

Δυσμορφοφοβία: Υπερενασχόληση με ένα ή περισσότερα θεωρούμενα ελαττώματα ή ψεγάδια στην εξωτερική εμφάνιση που δεν είναι παρατηρήσιμα ή φαίνονται ανεπαίσθητα στους άλλους.

Ειδική φοβία: Ψυχική διαταραχή κατά την οποία παρατηρείται έντονος, επίμονος και υπερβολικός φόβος ή άγχος σχετικά με συγκεκριμένο αντικείμενο ή κατάσταση. Το φοβογόνο αντικείμενο ή η φοβογόνος κατάσταση σχεδόν πάντα προκαλούν αμέσως φόβο ή άγχος, ενώ το άτομο αποφεύγει ενεργητικά το φοβογόνο αντικείμενο ή την κατάσταση ή τα υπομένει με έντονο φόβο ή άγχος,

Εκτροχιασμός της ομιλίας: Προοδευτική ή αλματώδης μετατόπιση της αυθόρμητης ομιλίας σε μη συναφή σημασιολογικά θέματα, που μένουν έτσι ανολοκλήρωτα.

Εμβροντησία: Πλήρης ακινησία και βωβότητα, αδιαφορία για λήψη τροφής και υγρών και συχνή έλλειψη αντιδραστικότητας ακόμη και στα επώδυνα ερεθίσματα.

Εμπροσθόδρομη ή πρόδρομη αμνησία: Αδυναμία σχηματισμού νέων έκδηλων αναμνήσεων.

Εξαρτητική διαταραχή προσωπικότητας: Διαταραχή προσωπικότητας κατά την οποία παρατηρείται μια διάχυτη και υπερβολική ανάγκη του ατόμου να το φροντίζουν, που οδηγεί σε συμπεριφορά υποταγής και προσκόλλησης και φόβους αποχωρισμού.

Εφαπτομενικός λόγος: Απάντηση σε ερώτηση αρχικά συναφής και απομακρυνόμενη πολύ από το θέμα της μετά.

Ιδεοληψίες: Σκέψεις, εικόνες ή παρορμήσεις, παρεισφρέουσες και επαναλαμβανόμενες, που βιώνονται ως παρείσακτες και ανορθολογικές, οι οποίες αν και αναγνωρίζονται από τους ασθενείς ως προϊόντα του δικού τους ψυχισμού, κινητοποιούν αντίσταση για τον εξοβελισμό τους, η οποία όμως αποτυγχάνει (ιδεοληψίες επιθετικότητας, μόλυνσης, σεξουαλικότητας, θρησκευτικότητας, τάξης, συμμετρίας, κ.α.)

Ιδεομηρυκαστική σκέψη: Συνεχής απορρόφηση της σκέψης σε συγκεκριμένη δυσάρεστη θεματολογία από την τρέχουσα κατάσταση ζωής.

Ιδεοπενία: Μειωμένος και βραδύς σχηματισμός σκέψεων περιορισμένης θεματολογίας.

Ιδεοφυγή: Ταχύς και ακατάσχετος σχηματισμός ιδεών με συνειρμική αλληλουχία αλλά και συνεχή μετατόπιση του θεματικού άξονα.

Ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή: Ψυχική διαταραχή κατά την οποία παρατηρούνται ιδεοληψίες ή καταναγκασμοί ή και τα δύο και που προκαλούν σημαντική υποκειμενική δυσφορία ή και έκπτωση της λειτουργικότητας.

Ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή προσωπικότητας: Διαταραχή προσωπικότητας κατά την οποία παρατηρείται ένα διάχυτο πρότυπο έντονης ενασχόλησης του ατόμου με την τάξη, την τελειοθηρία και τον ψυχικό και διαπροσωπικό έλεγχο, σε βάρος της ευελιξίας, της ανοιχτής διάθεσης προς τους άλλους και της αποδοτικότητας.

Ιστριονική διαταραχή προσωπικότητας: Διαταραχή προσωπικότητας κατά την οποία παρατηρείται ένα διάχυτο πρότυπο υπερβολικής συγκινησιακής έκφρασης και επιζήτησης της προσοχής.

Καταναγκασμοί: Επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές που εκτελούνται ως απάντηση σε ιδεοληψία και που έχουν σκοπό την παραγωγή ή αποτροπή μιας κατάστασης αλλά με ανορθολογικό ή υπερβολικό τρόπο. Παρά την ανακούφιση από το άγχος της ιδεοληψίας, προκαλούν δυσφορία και προσπάθεια αντίστασης.

Κατατονική ψυχοκινητικότητα: Κλινικό σύνδρομο που μπορεί να περιλαμβάνει παρακινησίες, κατατονική διέγερση, εμβροντησία, αμφιτιμία, κ.α.

Κλεπτομανία: Ισχυρή παρώθηση και επακόλουθη συμπεριφορά τέλεσης κλοπών επί απουσίας οικονομικού κινήτρου.

Κλινικά σημεία: Κλινικές εκδηλώσεις ψυχικών διαταραχών, η διαγνωστική αναγνώριση των οποίων δεν καθιστά αναγκαία την προσφυγή στα βιώματα των ίδιων των ασθενών.

Κλινικά συμπτώματα: Εκδηλώσεις ψυχικών διαταραχών, η διαγνωστική αναγνώριση των οποίων στηρίζεται κυρίως στη μαρτυρία των ίδιων των ασθενών.

Κλινική Ψυχοπαθολογία: Το τμήμα της επιστημονικής Ψυχοπαθολογίας που επικεντρώνεται στη διερεύνηση των κλινικών εκδηλώσεων των διαταραχών των ανθρώπινων ψυχικών λειτουργιών.

Κλινικό σύνδρομο: Ένα σύνολο κλινικών συμπτωμάτων και σημείων που σχετίζονται με την ίδια κλινική εικόνα.

Κλινοφιλία: Αδυναμία ή απροθυμία του ατόμου να σηκωθεί από το κρεβάτι, συνήθως στα πλαίσια καταθλιπτικής διαταραχής.

Κοινωνική φοβία: Ψυχική διαταραχή κατά την οποία το άτομο νιώθει ανεξέλεγκτο φόβο ή άγχος για μια ή περισσότερες κοινωνικές καταστάσεις στις οποίες ενδεχομένως να εκτεθεί σε εξονυχιστική εξέταση από άλλους.

Κοπρολαλία: Παρένθετες χυδαίες φράσεις, βρισιές ή βλαστήμιες.

Κρίση πανικού: Αιφνίδια ανάδυση έντονου φόβου ή έντονης δυσφορίας που κορυφώνεται εντός λίγων λεπτών και κατά τη διάρκειά της οποίας εμφανίζονται 4 ή περισσότερα από τα παρακάτω: επιτάχυνση του καρδιακού ρυθμού, εφίδρωση, τρέμουλο, δύσπνοια, αίσθημα πνιγμονής, πόνος στο στήθος, ναυτία ή δυσφορία στην κοιλιακή χώρα, αίσθημα ζάλης, ρίγη ή εξάψεις, μουδιάσματα, αίσθημα απόσπασης από τον εαυτό, φόβος απώλειας ελέγχου ή τρέλας και φόβος επερχόμενου θανάτου.

Κυκλοθυμία: Ψυχική διαταραχή στην οποία παρατηρούνται περίοδοι υπομανιακών και περίοδοι καταθλιπτικών συμπτωμάτων.

Λεκτική πληθωρικότητα: Πολύ πλούσια ποσοτικά ομιλία, γεμάτη λεπτομέρειες ή και επαναλήψεις.

Λογοπενία: Δραστική μείωση της ποσότητας και αντιστοίχως του σημασιολογικού περιεχομένου της ομιλίας.

Λογόρροια: Ακατάσχετη ομιλία υπό εσωτερική πίεση.

Μανιακό επεισόδιο: Μια διακριτή περίοδος παθολογικά και επίμονα ανυψωμένης, διαχυτικής ή ευερέθιστης διάθεσης και επίσης παθολογικά και επίμονα αυξημένης δραστηριότητας ή ενεργητικότητας κατά την οποία παρατηρούνται τουλάχιστον 3 από τα παρακάτω: υπερτροφική αυτό-εκτίμηση, μειωμένη ανάγκη για ύπνο, ομιλητικότητα κατά πολύ μεγαλύτερη του συνήθους για το άτομο, ιδεοφυγή, περισπασιμότητα προσοχής, αύξηση της στοχο-κατευθυνόμενης δραστηριότητας ή ψυχοκινητική ανησυχία, υπερβολική εμπλοκή σε επικίνδυνες δραστηριότητες.

Μανιοκατάθλιψη: Παλιότερος όρος για τη διπολική διαταραχή.

Μείζον καταθλιπτικό επεισόδιο: Επεισόδιο 2 τουλάχιστον εβδομάδων κατά το οποίο παρατηρούνται τουλάχιστον 5 από τα ακόλουθα συμπτώματα: καταθλιπτική διάθεση τις περισσότερες ώρες της ημέρας, δραστική μείωση ενδιαφερόντων ή ευχαρίστησης, σημαντική απώλεια βάρους χωρίς δίαιτα ή αύξηση βάρους, αϋπνία ή υπερυπνία, ψυχοκινητική διέγερση ή επιβράδυνση, ευκοπωσία ή απώλεια ενεργητικότητας, αισθήματα αναξιότητας ή παθολογικής ενοχής, μειωμένη ικανότητα σκέψης, συγκέντρωσης ή αναποφασιστικότητα, επαναλαμβανόμενος αυτοκτονικός ιδεασμός ή απόπειρα αυτοκτονίας.

Μείζων καταθλιπτική διαταραχή: Διαγιγνώσκεται όταν έχει υπάρξει τουλάχιστον ένα μείζον καταθλιπτικό επεισόδιο.

Μείζων νευρονοητική διαταραχή: Σημαντική νοητική έκπτωση από προηγούμενο επίπεδο επίδοσης σε έναν ή περισσότερους νοητικούς τομείς. Τα νοητικά ελλείμματα παρεμποδίζουν τον ανεξάρτητο τρόπο διαβίωσης και δεν συμβαίνουν αποκλειστικά κατά τη διάρκεια της πορείας ενός οξέος συγχυτικού επεισοδίου.

Μετατραυματική διαταραχή στρες: Ψυχική διαταραχή κατά την οποία το άτομο αφού έχει εκτεθεί σε πραγματικό ή επαπειλούμενο θάνατο, παρουσιάζει επαναλαμβανόμενες, ακούσιες και παρεισφρέουσες οδυνηρές αναμνήσεις, όνειρα ή αναβιώσεις του γεγονότος και έντονη και παρατεταμένη ψυχολογική δυσφορία κατά την έκθεση σε ερεθίσματα που προσομοιάζουν σε ένα χαρακτηριστικό του γεγονότος. Επίσης, το άτομο παρουσιάζει συμπτώματα όπως: ανικανότητα να θυμηθεί ένα σημαντικό χαρακτηριστικό του γεγονότος, επίμονες, διαστρεβλωμένες σκέψεις σχετικά με τα αίτια ή τις συνέπειες του γεγονότος, σημαντικά μειωμένο ενδιαφέρον ή συμμετοχή σε σημαντικές δραστηριότητες, αισθήματα αποστασιοποίησης ή αποξένωσης από τους άλλους, ευερέθιστη συμπεριφορά, υπερεγρήγορση, προβλήματα στη συγκέντρωση, διαταραχές του ύπνου.

Ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας: Διαταραχή προσωπικότητας κατά την οποία παρατηρείται ένα διάχυτο πρότυπο μεγαλειώδους ταυτότητας (στη φαντασία ή στην πραγματικότητα), ανάγκης για θαυμασμό και έλλειψης ενσυναίσθησης.

Νεολεξίες: Ιδιωτικής χρήσης λέξεις (νέες ή με νέο περιεχόμενο).

Νευροαναπτυξιακές διαταραχές: Διαταραχές που τυπικά εμφανίζονται νωρίς στην ανάπτυξη του ατόμου, συχνά πριν το παιδί εισέλθει στο σχολείο και χαρακτηρίζονται από αναπτυξιακά ελλείμματα που προκαλούν βλάβες στην προσωπική, κοινωνική, ακαδημαϊκή ή επαγγελματική λειτουργία του ατόμου.

Οξεία διαταραχή στρες: Ψυχική διαταραχή κατά την οποία το άτομο αφού έχει εκτεθεί σε πραγματικό ή επαπειλούμενο θάνατο, παρουσιάζει συμπτώματα όπως αυτά της μετατραυματικής διαταραχής στρες, τα οποία όμως έχουν διάρκεια μέχρι 1 μήνα μετά το τραυματικό γεγονός.

Οξύ συγχυτικό επεισόδιο: Διαταραχή της προσοχής και της επίγνωσης του περιβάλλοντος που αναπτύσσεται σε σύντομο χρονικό διάστημα, αναπαριστά αλλαγή από προηγούμενο επίπεδο προσοχής και επίγνωσης και τείνει να διακυμαίνεται εντός της ημέρας.

Οπισθόδρομη ή αναδρομική αμνησία: Δυσκολία ανάκλησης προσωπικών συμβάντων και γεγονότων πριν από τη βλάβη.

Οριακή διαταραχή προσωπικότητας: Διαταραχή προσωπικότητας κατά την οποία παρατηρείται ένα διάχυτο πρότυπο αστάθειας στις διαπροσωπικές σχέσεις, την εικόνα του εαυτού και τα συναισθήματα και έντονης παρορμητικότητας.

Παραισθήσεις: Στρεβλωμένα αντιληπτικά βιώματα υπαρκτών αντικειμένων της αντίληψης, τα οποία κατά την ανακατασκευή τους από τη συνειδητότητα του υποκειμένου υφίστανται αλλοιώσεις ουσιωδών για την ταυτοποίησή τους ιδιοτήτων, με αποτέλεσμα την αντιληπτική τους παραγνώριση.

Παρακινησίες: Παράδοξες κινητικές εκδηλώσεις (κινητικοί ιδιοτροπισμοί, κινητικές στερεοτυπίες, καταληψία, κηρώδης ευκαμψία, κ.α.)

Παραληρητικές ιδέες: Πεποιθήσεις με απόλυτη υποκειμενική βεβαιότητα περί της εγκυρότητάς τους, μη επηρεάσιμες από έλλογα επιχειρήματα περί του αντιθέτου, οι οποίες αναπαριστούν όψεις της εξωτερικής ή εσωτερικής πραγματικότητας με το άτομο στο επίκεντρό της (παραληρητικές ιδέες καταδίωξης, αναφοράς, μεγαλειώδους ταυτότητας, υποχονδριακές, εγκυμοσύνης, κ.α.)

Παραληρητική διαταραχή: Παρουσία μίας τουλάχιστον παραληρητικής ιδέας με διάρκεια 1 και πλέον μηνών, ενώ δεν υπήρχαν ποτέ δύο από τα κλινικά χαρακτηριστικά της σχιζοφρένειας. Εξαιρουμένης της επίδρασης της παραληρητικής ιδέας (ή ιδεών) ή του αντικτύπου της, η λειτουργικότητα δεν είναι σημαντικά μειωμένη.

Παραληρητική συμπεριφορά: Συμπεριφορά που υποκινείται από παραληρητική ιδέα.

Παραλογική σκέψη: Συναγωγή λογικά άκυρων ή αντιφατικών συμπερασμάτων.

Παρανοειδής διαταραχή προσωπικότητας: Διαταραχή προσωπικότητας κατά την οποία παρατηρείται μια διάχυτη δυσπιστία και καχυποψία του ατόμου για τους άλλους, τέτοιες ώστε τα κίνητρά τους να ερμηνεύονται ως κακόβουλα.

Περισπάσιμη ομιλία ή προσοχή: Αλματώδης μετατόπιση της ομιλίας ή της προσοχής σε νοηματικά μη συναφή θέματα, σχετικά όμως με προσπίπτοντα περιβαλλοντικά ερεθίσματα.

Πλατειασμός λόγου: Εκσεσημασμένη προσθήκη φράσεων που μόνο εξωραΐζουν την έκφραση και δεν προσφέρουν ουσιώδη πληροφορία.

Προκλητή υποβολιμότητα: Υπερβολική συνεργασία των ασθενών στην παθητική κίνηση των άκρων τους από τους εξεταστές, παρά τις οδηγίες για το αντίθετο.

Πυρομανία: Ισχυρή παρώθηση και επακόλουθη συμπεριφορά πρόκλησης πυρκαγιών.

Σεξουαλικές δυσλειτουργίες: Διαταραχές που δεν επιτρέπουν στο άτομο τη σεξουαλική ευχαρίστηση ή και την οποιαδήποτε σεξουαλική επαφή.

Στενωμένη σκέψη: Πόλωση της σκέψης σε ένα κύριο θέμα.

Συναισθηματική ακράτεια: Αδυναμία άσκησης βουλητικού ελέγχου στις συναισθηματικές εκδηλώσεις.

Συναισθηματική άμβλυνση: Ελάττωση του εύρους διακύμανσης όλων των συναισθηματικών εκδηλώσεων.

Συναισθηματική απροσφορότητα: Έντονη ασυμφωνία και αναντιστοιχία των συναισθηματικών εκδηλώσεων και του περιεχομένου των ιδεών που εκφράζει ο ασθενής.

Συναισθηματική δυσκαμψία: Αδυναμία μεταβολής και τροποποίησης των συναισθημάτων, παρά τη μεταβολή των αρχικών συνθηκών που το υποκίνησαν.

Συναισθηματική επιπέδωση: Παντελής άρση κάθε συναισθηματικής εκδήλωσης.

Συναισθηματική ευμεταβλητότητα: Βραχύβια βίωση επιμέρους συναισθημάτων, απότομη και ταχεία μεταβολή τους και μετάπτωση τους σε συναισθήματα αντίθετης πολικότητας.

Συναισθηματική περίσφιξη: Εκούσια αδρανοποίηση της επίδειξης φυσιολογικού εύρους συναισθηματικών αντιδράσεων.

Σύνδρομο Capgras: Ο ασθενής έχει παραληρητική ιδέα, σύμφωνα με την οποία ένας φίλος ή συγγενής ή ο ίδιος έχει αντικατασταθεί από έναν ολόιδιο σωσία.

Σύνδρομο Cotard: Ο ασθενής έχει παραληρητική ιδέα, σύμφωνα με την οποία είναι ήδη νεκρός ή έχει αποσυντεθεί ή τα εσωτερικά του όργανα έχουν εξαφανιστεί ή σαπίσει.

Σύνδρομο Fregoli: Ο ασθενής έχει παραληρητική ιδέα, σύμφωνα με την οποία διαφορετικά άτομα είναι στην πραγματικότητα το ίδιο άτομο που αλλάζει την εμφάνισή του ή μεταμφιέζεται.

Σύνδρομο Korsakoff: Νευρολογική διαταραχή με κλινική εικόνα που συναπαρτίζεται από τα παρακάτω: εμπροσθόδρομη και οπισθόδρομη αμνησία, αδυναμία δημιουργίας νέων αναμνήσεων, ψευδομνησίες, απάθεια, λογοπενία και παραισθήσεις.

Σύνδρομο Tourette: Νευροαναπτυξιακή διαταραχή που χαρακτηρίζεται από πολλαπλά κινητικά και τουλάχιστον ένα φωνητικό τικ.

Σχιζοειδής διαταραχή προσωπικότητας: Διαταραχή προσωπικότητας κατά την οποία παρατηρείται ένα διάχυτο πρότυπο αποστασιοποίησης του ατόμου από τις κοινωνικές σχέσεις και περιορισμένο εύρος στην έκφραση των συναισθημάτων σε διαπροσωπικά πλαίσια.

Σχιζοσυναισθηματική διαταραχή: Ψυχική διαταραχή κατά την οποία υπάρχει ένα μείζον συναισθηματικό επεισόδιο παράλληλα με τουλάχιστον 2 από τα κλινικά χαρακτηριστικά της σχιζοφρένειας. Παραληρητικές ιδέες ή ψευδαισθήσεις παρατηρούνται εν τη απουσία μείζονος συναισθηματικού επεισοδίου και συμπτώματα που πληρούν τα κριτήριου μείζονος συναισθηματικού επεισοδίου είναι παρόντα κατά το μεγαλύτερο μέρος της διάρκειας της ασθένειας.

Σχιζότυπη διαταραχή προσωπικότητας: Διαταραχή προσωπικότητας κατά την οποία παρατηρείται ένα διάχυτο πρότυπο κοινωνικών και προσωπικών ελλειμμάτων που χαρακτηρίζεται από έντονη δυσφορία στις στενές σχέσεις και μειωμένη ικανότητα για αυτές, όπως επίσης και από νοητικές και αντιληπτικές διαταραχές και εκκεντρικότητες της συμπεριφοράς.

Σχιζοφρένεια: Ψυχική διαταραχή κατά την οποία παρατηρούνται δύο ή περισσότερα από τα παρακάτω συμπτώματα επί τουλάχιστον 1 μήνα: παραληρητικές ιδέες, ψευδαισθήσεις, αποδιοργανωμένη ομιλία, βαριά αποδιοργανωμένη ή κατατονική συμπεριφορά, αρνητικά συμπτώματα (συναισθηματική άμβλυνση, αβουλία, ανηδονία, κοινωνική απόσυρση, κ.α.) Το επίπεδο της λειτουργικότητας, σε έναν ή περισσότερους μείζονες τομείς είναι εμφανώς κατώτερο από αυτό που είχε επιτευχθεί προ της έναρξης της διαταραχής.

Ταχυφημία: Μεγάλη επιτάχυνση του ρυθμού εκφοράς και της ταχύτητας ροής του προφορικού λόγου.

Τριχοτιλλομανία: Επαναλαμβανόμενη απόσπαση τριχών που οδηγεί σε απώλεια τριχών και επαναλαμβανόμενες προσπάθειες να μειωθεί ή να σταματήσει η συμπεριφορά της απόσπασης.

Υπερλεπτομερειακός λόγος: Μακροσκελής ομιλία με συνεχείς παρένθετες λεπτομέρειες και καθυστέρηση της νοηματικής ολοκλήρωσης.

Υπερμιμία: Η επίταση της έντασης της εξωλεκτικής έκφρασης του προσώπου κάποιου ατόμου, όπως αυτή καθορίζεται από τις κινήσεις των μυών που το συναπαρτίζουν.

Υπερτιμημένες ιδέες: Δοξασίες με χαρακτηριστικά παραληρητικών ιδεών, που όμως η υποκειμενική βεβαιότητα της εγκυρότητάς τους δεν είναι απόλυτη.

Υπερφαγικό επεισόδιο: Πρόσληψη σε μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο μίας ποσότητας τροφής, η οποία είναι σαφώς μεγαλύτερη από αυτήν που θα μπορούσαν να καταναλώσουν οι περισσότεροι άνθρωποι κατά τη διάρκεια της ίδιας χρονικής περιόδου και αίσθημα έλλειψης ελέγχου στην πρόσληψη τροφής κατά τη διάρκεια του επεισοδίου.

Υπομανιακό επεισόδιο: Μια διακριτή περίοδος παθολογικά και επίμονα ανυψωμένης, διαχυτικής ή ευερέθιστης διάθεσης και επίσης παθολογικά και επίμονα αυξημένης δραστηριότητας ή ενεργητικότητας με συμπτώματα παρόμοιας φύσης όπως αυτά ενός μανιακού επεισοδίου, όμως συγκριτικά μικρότερης έντασης και σοβαρότητας.

Υπομιμία: Η ελάττωση της εξωλεκτικής έκφρασης του προσώπου κάποιου ατόμου, όπως αυτή καθορίζεται από τις κινήσεις των μυών που το συναπαρτίζουν.

Υποχονδρίαση: Το ακατάσχετο και υπερβολικό άγχος για την υγεία, η μεγιστοποίηση συνηθισμένων σωματικών ενοχλημάτων και η δημιουργία φόβου ότι το άτομο πάσχει από κάποια ασθένεια.

Φοβία: Συναίσθημα υπερβολικού φόβου, πυροδοτούμενο από συγκεκριμένο αντικείμενο, κατάσταση ή συνθήκη.

Φόβος: Συναισθηματική αντίδραση που εκλύεται σε κάποιο συγκεκριμένο αντικειμενικό κίνδυνο.

Φρενισμός: Ξέφρενος και συνεχής σχηματισμός και ταχύτατη διάδοση εικονιστικών σκέψεων, συνήθως σε αϋπνία ή υπερένταση

Ψευδαισθήσεις: Αντιληπτικά βιώματα της συνειδητότητας επί απουσίας πραγματικών αντικειμένων αλλά με άκριτη ωστόσο αποδοχή της ύπαρξής τους.

Ψευδομνησίες: Μνημονικές ψευδαισθήσεις.

Ψυχική διαταραχή: Ένα μοτίβο σκέψης ή συμπεριφοράς που προκαλεί σημαντική προσωπική δυσφορία ή έκπτωση στη λειτουργικότητα του ατόμου.

Ψυχογενής ανορεξία: Ψυχική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από την άρνηση διατήρησης φυσιολογικού για το ύψος και την ηλικία του ατόμου σωματικού βάρους, από παθολογικό φόβο αύξησής του και από βίωσης της εικόνας του σώματος ως υπέρβαρου.

Ψυχογενής βουλιμία: Ψυχική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από επανειλημμένα επεισόδια υπερφαγίας τα οποία ακολουθούνται είτε από επεισόδια προκλητής αποβολής των τροφών είτε από χρονικές περιόδους αυστηρής νηστείας ή περιόδους αυξημένης σωματικής δραστηριότητας για την καύση των λαμβανόμενων με την τροφή θερμίδων.

Ψυχοκινητική αναστολή: Γενικευμένη παρεμπόδιση της ψυχοκινητικότητας που η άρση της απαιτεί την καταβολή επίπονης προσπάθειας εκ μέρους του ασθενούς.

Ψυχοκινητική ανησυχία: Αγχώδης υπερ-επαγρύπνηση και επιτέλεση άσκοπων κινητικών δραστηριοτήτων.

Ψυχοκινητική διέγερση: Ψυχοκινητική ανησυχία και επιθετικότητα.

Ψυχοκινητική έξαρση: Αυθόρμητες κινητικές χειρονομίες και επίταση των λειτουργιών της αντίληψης και της σκέψης.

Ψυχοκινητική επιβράδυνση: Μείωση των κινητικών δραστηριοτήτων, τόσο των αυθόρμητων όσο και των επαγόμενων από εξωτερικά ή εσωτερικά ερεθίσματα.

Ψυχοπάθεια: Ανικανότητα βίωσης ενσυναίσθησης και συναισθημάτων ενοχής και τύψεων, έλλειψη ηθικών αναστολών, αδυναμία συμμόρφωσης με τους κοινωνικούς κανόνες, περιφρόνηση των δικαιωμάτων των άλλων.

Ψυχοπαθολογία: Ο επιστημονικός κλάδος που πραγματεύεται τις διαταραχές των ανθρώπινων ψυχικών λειτουργιών, τους παράγοντες που τις καθορίζουν και τους μηχανισμούς που διαμεσολαβούν τη δράση των δεύτερων επί των πρώτων.

Ψυχωτικό επεισόδιο: Επεισόδιο στο οποίο παρατηρούνται συμπτώματα όπως παραληρητικές ιδέες, ψευδαισθήσεις, αποδιοργανωμένη ομιλία και συμπεριφορά, που μπορεί να συμβαίνει στα πλαίσια διαφόρων ψυχικών διαταραχών ή ως αποτέλεσμα χρήσης ουσιών ή άλλης ιατρικής κατάστασης.

Ωνιομανία: Ισχυρή παρώθηση και επακόλουθη συμπεριφορά αλόγιστων και πολυέξοδων αγορών.

8,535 views
bottom of page