Στην ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή παρατηρούνται ιδεοληψίες ή καταναγκασμοί ή και τα δύο. Οι ιδεοληψίες είναι επαναλαμβανόμενες και επίμονες σκέψεις, παρωθήσεις ή εικόνες, οι οποίες συνήθως βιώνονται ως παρεισφρέουσες, παρείσακτες ή ανεπιθύμητες και προκαλούν άγχος ή δυσφορία. Το περιεχόμενο των ιδεοληψιών ποικίλει και μπορεί να περιλαμβάνει θέματα τάξης, συμμετρίας, ηθικής, θρησκευτικότητας, επιθετικότητας, μόλυνσης, καθαριότητας, κ.α. Οι ιδεοληψίες συχνά υποκινούν αποφυγές, συμπεριφορές ασφαλείας ή καταναγκαστικές πράξεις. Το άτομο προσπαθεί να αγνοήσει ή να καταπιέσει τις ιδεοληπτικές σκέψεις, παρωθήσεις ή εικόνες ή να τις εξουδετερώσει με κάποιες άλλες σκέψεις ή πράξεις (δηλαδή με την εκτέλεση ενός καταναγκασμού).
Οι καταναγκασμοί ορίζονται ως επαναληπτικές συμπεριφορές ή νοητικές πράξεις τις οποίες το άτομο νιώθει παρακινούμενο να εκτελέσει ως απάντηση σε μια ιδεοληψία ή σύμφωνα με κανόνες οι οποίοι πρέπει να εφαρμοστούν απαρέγκλιτα. Οι καταναγκασμοί στοχεύουν στο να μειώσουν το άγχος ή τη δυσφορία ή να αποτρέψουν κάποιο επίφοβο συμβάν ή κατάσταση, συνήθως είναι εμφανώς υπερβολικοί και πολλές φορές δεν συνδέονται με ρεαλιστικό τρόπο με αυτό που προορίζονται να αποτρέψουν. Κάποιοι συχνοί καταναγκασμοί είναι το πλύσιμο των χεριών, η τακτοποίηση, ο έλεγχος, η προσευχή, το μέτρημα και η σιωπηρή επανάληψη λέξεων. Οι ιδεοληψίες και οι καταναγκασμοί είναι χρονοβόροι και επηρεάζουν αρνητικά τη λειτουργικότητα του ατόμου, το οποίο μπορεί να έχει ή να μην έχει εναισθησία, δηλαδή αντίληψη του παράλογου, υπερβολικού και νοσηρού χαρακτήρα των ιδεοληψιών και των καταναγκασμών του.
Τα άτομα με ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή συχνά έχουν κάποια από τα εξής χαρακτηριστικά: μη ανοχή στην αβεβαιότητα, τελειοθηρία, υπερεκτίμηση της απειλής, έντονο αίσθημα της προσωπικής ευθύνης, υπερεκτίμηση της σπουδαιότητας των σκέψεων και της σημασίας να ελέγχει κανείς τις σκέψεις του. Μπορεί να έχουν πεποιθήσεις όπως «μια σκέψη για μια πράξη ισούται με την ίδια την πράξη» ή «είναι αναγκαίο να ελέγχει κανείς τη σκέψη του, αλλιώς θα είναι υπεύθυνος για ό,τι αυτή η σκέψη προκαλέσει». Συνήθως περνούν αρκετά χρόνια μετά τα πρώτα συμπτώματα μέχρι να ζητήσουν βοήθεια, πράγμα που δυσχεραίνει την αντιμετώπιση της διαταραχής, καθώς σε μεγάλο βαθμό αυτή έγκειται σε μια μαθημένη συνήθεια, που όσο πιο πολύ καιρό το άτομο την ακολουθεί, τόσο δυσκολότερα μπορεί να τη σταματήσει. Η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή συγκαταλέγεται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας στις 10 σοβαρότερες ασθένειες σε «απώλεια» ετών ζωής λόγω δυσλειτουργίας.
Σύμφωνα με τα ερευνητικά δεδομένα και τους διεθνείς οδηγούς για την ορθή κλινική πρακτική, οι αποτελεσματικότερες θεραπείες της ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής είναι η φαρμακοθεραπεία και η Γνωσιακή Συμπεριφοριστική Θεραπεία. Στη ΓΣΘ εκτός των γνωσιακών και συμπεριφοριστικών τεχνικών που χρησιμοποιούνται και σε άλλες διαταραχές, κεντρικό ρόλο στη θεραπεία της ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής παίζει η έκθεση με παρεμπόδιση αντίδρασης. Το άτομο ως αποτέλεσμα της ιδεοληψίας του κάνει κάποιον καταναγκασμό για να ανακουφίσει το άγχος του, όμως με αυτόν τον τρόπο εγκλωβίζεται σε έναν φαύλο κύκλο, καθώς άθελά του ισχυροποιεί την ιδεοληψία του. Ο θεραπευόμενος εκπαιδεύεται στο να αναγνωρίζει τον συνήθως παράλογο χαρακτήρα της ιδεοληψίας και στο να αντέχει το άγχος του, καθυστερώντας σταδιακά όλο και περισσότερο την τέλεση του καταναγκασμού, με αποτέλεσμα να επαναπρογραμματίζει τον εγκέφαλό του ως προς την αυτόματη συμπεριφορά που ακολουθεί την ιδεοληψία και τελικά να αποδυναμώνει την ίδια την ιδεοληψία.