Το άγχος για την υγεία, όταν προκαλεί κλινικά σημαντική δυσφορία ή και έκπτωση της λειτουργικότητας, (επίσης λέγεται υποχονδρίαση ή αρρωστοφοβία) διαγνωστικά χωρίζεται σε δύο ξεχωριστές ψυχικές διαταραχές: τη διαταραχή άγχους ασθένειας και τη διαταραχή σωματικών συμπτωμάτων. Βασικά χαρακτηριστικά και των δύο είναι η ανεξέλεγκτη ανησυχία και η επίμονη ενασχόληση του ατόμου με την πιθανότητα να έχει κάποια σοβαρή ασθένεια.
Στη διαταραχή άγχους ασθένειας παρατηρείται έντονη ενασχόληση με την ιδέα ότι υπάρχει ή πρόκειται να αποκτηθεί σοβαρή ασθένεια. Απουσιάζουν τα σωματικά συμπτώματα ή όταν υπάρχουν είναι συνήθως αναμενόμενες σωματικές αντιδράσεις, παροδικά καλοήθη συμπτώματα ή σωματικές εκδηλώσεις που δεν είναι ενδεικτικές νόσου. Εάν υπάρχει παθολογική κατάσταση ή κίνδυνος να υπάρξει (π.χ. οικογενειακό ιστορικό), η ενασχόληση είναι υπερβολική ή δυσανάλογη και γενικά παρατηρείται μεγάλη ανησυχία για την υγεία και υπερεγρήγορση για θέματα υγείας. Επίσης, παρατηρείται είτε υπερβολικός έλεγχος για τη σωματική υγεία (π.χ. επανειλημμένοι έλεγχοι για σημάδια ασθένειας) είτε συστηματικές αποφυγές (ιατρών, νοσοκομείων κλπ).
Η ενασχόληση με την ύπαρξη ασθένειας διαρκεί για τουλάχιστον 6 μήνες, ενώ η «πιθανή» ασθένεια είναι πιθανό να αλλάζει. Οι πάσχοντες ζητούν διαβεβαιώσεις αλλά σπάνια εφησυχάζουν, αναζητούν πληροφορίες για την υποτιθέμενη ασθένειά τους, ενώ μπορεί να αποφεύγουν την ιατρική βοήθεια ή να γίνονται υπερβολικά επίμονοι ή ενοχλητικοί στην αναζήτησή της και τελικά να μην παίρνουν την απαιτούμενη προσοχή. Μεγάλος αριθμός των πασχόντων έχουν μια πορεία κατά την οποία αρχικά κυριαρχούν τα συμπτώματα κάποιας υπαρκτής νόσου και στη συνέχεια, εν τη απουσία αυτής, αναπτύσσονται τα συμπτώματα της ψυχικής διαταραχής.
Στη διαταραχή σωματικών συμπτωμάτων υπάρχει ένα ή περισσότερα σωματικά συμπτώματα που προκαλούν ψυχική ανησυχία ή σημαντική αρνητική επίδραση στην καθημερινή ζωή. Τα συμπτώματα αυτά μπορεί να είναι ειδικά (π.χ. πόνος) ή μη ειδικά (π.χ. αίσθημα κόπωσης) και μπορεί να υπάρχει ή να μην υπάρχει σωματική νόσος. Παρατηρούνται δυσανάλογες και επίμονες σκέψεις για τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων, μεγάλη ανησυχία που αφορά στα συμπτώματα ή την υγεία και αύξηση χρόνου και ενέργειας που αφιερώνονται στα συμπτώματα ή την υγεία.
Παρόλο που τα σωματικά συμπτώματα δεν υπάρχουν συνεχώς, η ψυχοπαθολογία παραμένει συνήθως για περισσότερο από 6 μήνες. Ο ασθενής συχνά υποφέρει από την ανησυχία του, ανεξάρτητα από το είναι δυνατό να αποδειχθεί σωματική νόσος. Το άγχος αφορά στα σωματικά συμπτώματα και τη σημασία τους, δηλαδή τη σύνδεσή τους με μια πιθανή ασθένεια. Οι πάσχοντες μπορεί να συνδέουν το άγχος τους με άλλους τομείς της ζωής τους και να αρνούνται να το αποδώσουν στα σωματικά συμπτώματα, κάνουν πολλαπλές εξετάσεις, οι οποίες όμως δεν μειώνουν το άγχος τους, κάνουν σκέψεις ότι δεν λαμβάνουν την κατάλληλη ιατρική φροντίδα και συχνά αρνούνται τη συνεργασία με κάποιον ειδικό ψυχικής υγείας.
Η φαρμακοθεραπεία μπορεί να βοηθήσει, περισσότερο όμως για να ανακουφίσει τυχόν έντονα συμπτώματα άγχους ή κατάθλιψης και όχι ως μόνιμη λύση. Η Γνωσιακή Συμπεριφοριστική Θεραπεία έχει βρεθεί ότι είναι αποτελεσματική με τις συγκεκριμένες διαταραχές, ενώ ιδιαίτερα σημαντικό για την επιτυχή πορεία και κατάληξη της ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας είναι ο θεραπευτής και ο θεραπευόμενος να διαμορφώσουν μια κοινή βάση κατανόησης του προβλήματος με ψυχολογικούς όρους. Η θεραπεία βασίζεται στην ανάπτυξη μιας περιεκτικής γνωσιακής - συμπεριφοριστικής ερμηνείας της διατήρησης του προβλήματος, με τον εντοπισμό των κύριων δυσλειτουργικών πεποιθήσεων και τη συνεργατική διερεύνηση μιας εναλλακτικής ερμηνείας του προβλήματος. Η τεχνική της έκθεσης με παρεμπόδιση αντίδρασης επίσης, μπορεί να είναι εξαιρετικά χρήσιμη στις περιπτώσεις που το άτομο κάνει επανειλημμένες αυτοεξετάσεις ή και επισκέψεις σε ιατρούς.